Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο πανηγυρισμός

См. также в других словарях:

  • πανηγυρισμός — ο εορτασμός, εκδήλωση χαράς, ενθουσιασμού: Ο πανηγυρισμός της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης είναι τριήμερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανηγυρισμός — ο, ΝΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρικός εορτασμός, το να πανηγυρίζει κανείς κάτι ή το να πανηγυρίζεται κάτι αρχ. επίδειξη («καὶ ταῑς πράξεσιν ἀπηλλαγμένης πανηγυρισμοῡ καὶ δοξοκοπίας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρισμοῦ — πανηγυρισμός celebration of a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρισμούς — πανηγυρισμός celebration of a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρισμῷ — πανηγυρισμός celebration of a masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρισμόν — πανηγυρισμός celebration of a masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • νικοτέλεια — νικοτέλεια, ἡ (Α) εορτασμός νίκης, πανηγυρισμός νίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νικοτελής < νίκη + συνδετικό φων. ο + τελής (< τέλος)] …   Dictionary of Greek

  • ντονανμάς — και ντουνανμάς και ντουναλμάς, ο (Μ ντονανμάς και ντουνανμάς και ντουναλμάς) 1. στόλος 2. φωταψία, δημόσιος πανηγυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. donanma] …   Dictionary of Greek

  • πανηγύρισμα — το, ΝΜΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρισμός νεοελλ. μσν. εκκλ. επίσημος εορτασμός αγίου σε μια περιοχή …   Dictionary of Greek

  • παράτα — η 1. στρατιωτική παράταξη ή παρέλαση, πομπή, πανηγυρισμός εορτής με τη συμμετοχή στρατιωτικού τμήματος 2. ειρων. θορυβώδης εμπαικτική παρέλαση για επιδοκιμασία ή συνήθως για αποδοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parata] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»