-
1 торжество
торжество с 1) (праздник) η γιορτή, ο πανηγυρισμός 2) (победа) о θρίαμβος* * *с1) ( праздник) η γιορτή, ο πανηγυρισμός2) ( победа) ο θρίαμβος -
2 юбилейный
юбилейный του ιωβηλαίου; \юбилейныйые торжество о γιορτασμός (или πανηγυρισμός) του ιωβηλαίου* * *юбиле́йные торжества́ — ο γιορτασμός ( или πανηγυρισμός) του ιωβηλαίου
-
3 юбилейный
юбилей||ныйприл τοῦ Ιωβηλαίου, τής ἐπετείου:\юбилейныйные торжества ὁ πανηγυρισμός, ὁ ἐορτασμός τοῦ ιωβηλαίου. -
4 ознаменование
-я ουδ.γιορτασμός, εορτασμός• πανηγυρισμός.εκφρ.в ознаменование – προς τιμήν ή στη μνήμη•в ознаменование своей благодарности – ως σημείο (ένδειξη) ευγνωμοσύνης•в ознаменование победы – για το γιορτασμό της νίκης. -
5 парад
-а α.1. παρέλαση, παράτα•первомайский парад πρωτομαγιάτικη παρέλαση•
физкультурный парад αθλιτική παρέλαση.
2. γιορτασμός πανηγυρισμός.εκφρ.в полном ή во всём -е – γιορταστικά ντυμένος. -
6 празднество
-а ουδ.γιορτασμός, φέστα,πανηγυρισμός. -
7 праздничность
-и θ.γιορτασμός, πανηγυρισμός, γιορταστικός χαρακτήρας. -
8 празднование
-я ουδ.γιορτασμός, εορτασμός• πανηγυρισμός.
См. также в других словарях:
πανηγυρισμός — ο εορτασμός, εκδήλωση χαράς, ενθουσιασμού: Ο πανηγυρισμός της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης είναι τριήμερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανηγυρισμός — ο, ΝΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρικός εορτασμός, το να πανηγυρίζει κανείς κάτι ή το να πανηγυρίζεται κάτι αρχ. επίδειξη («καὶ ταῑς πράξεσιν ἀπηλλαγμένης πανηγυρισμοῡ καὶ δοξοκοπίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πανηγυρισμοῦ — πανηγυρισμός celebration of a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρισμούς — πανηγυρισμός celebration of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρισμῷ — πανηγυρισμός celebration of a masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρισμόν — πανηγυρισμός celebration of a masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek
νικοτέλεια — νικοτέλεια, ἡ (Α) εορτασμός νίκης, πανηγυρισμός νίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νικοτελής < νίκη + συνδετικό φων. ο + τελής (< τέλος)] … Dictionary of Greek
ντονανμάς — και ντουνανμάς και ντουναλμάς, ο (Μ ντονανμάς και ντουνανμάς και ντουναλμάς) 1. στόλος 2. φωταψία, δημόσιος πανηγυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. donanma] … Dictionary of Greek
πανηγύρισμα — το, ΝΜΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρισμός νεοελλ. μσν. εκκλ. επίσημος εορτασμός αγίου σε μια περιοχή … Dictionary of Greek
παράτα — η 1. στρατιωτική παράταξη ή παρέλαση, πομπή, πανηγυρισμός εορτής με τη συμμετοχή στρατιωτικού τμήματος 2. ειρων. θορυβώδης εμπαικτική παρέλαση για επιδοκιμασία ή συνήθως για αποδοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parata] … Dictionary of Greek